- κυνοφθαλμίζομαι
- κῠνοφθαλμίζομαι,A look impudent, Com.Adesp.1058.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνοφθαλμίζομαι — (Α) κοιτάζω με ιταμότητα και αναίδεια σαν σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ὀφθαλμίζομαι (< ὀφθαλμός)] … Dictionary of Greek
κυνοφθαλμιζόμενοι — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοφθαλμιζόμενος — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοφθαλμίζεται — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοφθαλμίζοιτο — κυνοφθαλμίζομαι look impudent pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek